καλλιπάρθενος

καλλιπάρθενος
καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. ἡ καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + παρθένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλλιπάρθενος — with beautiful nymphs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενον — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc sg καλλιπάρθενος with beautiful nymphs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπαρθένου — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπαρθένους — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενε — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενοι — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιπαρθένιος — καλλιπαρθένιος, ον (Α) καλλιπάρθενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθέν ιος (< παρθένος)] …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”